αρβαλλώ

αρβαλλώ
κ. -ίζω
1. κάνω κρότο, μετακινώ κάτι με θόρυβο
2. θορυβώ ενοχλώντας τους άλλους
3. κοσκινίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βαλλίζω «σκιρτώ, πηδώ, χορεύω». Με ανάπτυξη αρκτικού α —από τη συνεκφορά του ρ. με να ή θα— έγινε το αβαλλίζω, που απαντά στα Κύθηρα και λέγεται για παιδιά που χορεύουν και θορυβούν ομαδικά. Περαιτέρω με ανάπτυξη του ρ. εξαιτίας του επόμενου υγρού λ, σχηματίστηκε το ρ. αρβαλλίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”